- Ἀξιονίκου
- Ἀξιόνικοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀξιονίκου — ἀξιονί̱κου , ἀξιόνικος worthy of victory masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλευριπίδης — ὁ, Α 1. φίλος, θαυμαστής τού Ευριπίδου 2. ως κύριο όν. ὁ Φιλευριπίδης·τίτλος κωμωδίας τού Αξιονίκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + Εὐριπίδης] … Dictionary of Greek